
Μην ακούτε αυτά που λέγονται με σαρκαστική διάθεση ότι «ο ύπνος τρέφει τα παιδιά κι ο ήλιος τα μοσχάρια», επειδή έχει επιστημονικά αποδειχτεί ότι η δημιουργία ονείρων είναι μια ιδιαίτερα ενεργοβόρα διαδικασία (κοπιώδη, δεν θα την έλεγα!). Όλα τα πλάσματα του Θεού βλέπουν όνειρα (ακόμη και τα πουλιά!) και επομένως ποιος μπορεί να αποκλείσει κατηγορηματικά ότι βλέπουν όνειρα και τα αγάλματα, που αποτελούν δημιουργίες των δημιουργημάτων των Θεού;
Σκέφτομαι ότι τα αγάλματα δεν είναι απλώς κομμάτια από μάρμαρο που ικανοποιούν απλώς την ανάγκη (ή τη ματαιοδοξία) του δημιουργού τους να δώσει μορφή, έκφραση (και κάποιο δημόσιο χώρο!) σε κάτι που έχει εντός του. Αισθάνομαι ότι τα αγάλματα είναι βουβοί παρατηρητές των όσων συμβαίνουν στον κόσμο μας. Εξάλλου τα αγάλματα δεν κοιμούνται ποτέ, απλώς μένουν ακίνητα και ρεμβάζουν αγέρωχα, ίσως με κάποια μνησικακία για τις δοκιμασίες των γήινων παρατηρητών τους που συνήθως τα αγνοούν.
Συναντάω συχνά στην καθημερινή μου ζωή την έκφραση : «έμεινε άγαλμα» με αυτά που ακούω, διαβάζω, βλέπω στην καθημερινότητά μου… Με αυτές τις σκέψεις για τα αγάλματα, (ξανα)έφερα στη μνήμη μου τα «Μαρμάρινα Βήματα» ένα διήγημά μου του 2001, μια εποχή που είναι τόσο κοντά στο σήμερα (απέχει μόνο δέκα χρόνια) αλλά πολύ δύσκολα μπορώ να ιχνηλατήσω τον εαυτό μου στο συγγραφέα του διηγήματος. Και σε αυτό το διήγημα βρήκα ένα τρυφερό μείγμα μεταφυσικής αγωνίας και σεβασμού σε ανθρώπους που πέρασαν από αυτόν τον κόσμο και έδωσαν την ζωή τους για κάποια υψηλά ιδανικά που σήμερα έχουν ευτελιστεί, ανθρώπους της διπλανής πόρτας αλλά ίσως των προηγούμενων αιώνων, με παρόμοιες αγωνίες, επιθυμίες, ελπίδες αλλά και συναφή χαρακτηριστικά με αυτά που κρύβει (πολύ) βαθιά μέσα του ο Νέο-Έλληνας.
Τα «Μαρμάρινα βήματα» περιλαμβάνονται στην ενότητα Σημάδια-Επαναφορά αποτελεί μια επέκταση σύντομων διηγημάτων με την «συγγραφική αισθητική» του πρώτου μου βιβλίου από το 1998 που είχε τον τίτλο «Οκτώ Σημάδια Ανάμεσα στο Φως και το Σκοτάδι»: έναν τίτλος αξεπέραστος για τους μικρούς δικούς μου πνευματικούς ώμους… πραγματικά, δε νομίζω ότι θα μπορέσω ποτέ να βρω άλλο τίτλο έργου μου που να περιγράφει με τόση καθαρότητα και αρμονία αυτό που ήθελα να καταθέσω στο κείμενο.
Λίγο αργότερα, εμπλούτισα το διήγημα με το παρακάτω σύντομο κείμενο, τύπου «οδηγίες χρήσεως του διηγήματος Μαρμάρινα Βήματα»:
Ανέκαθεν πίστευα οτι πρέπει να αφήνεται ικανός χώρος για “πνευματικούς ελιγμούς” στον αναγνώστη. Δεν θα ήθελα όσοι διαβάζουν τα κείμενά μου να προδιατίθενται και να υποβάλλονται εκ των προτέρων ή εκ των υστέρων (δεν έχει σημασία) σε μηνύματα που θα ήθελα να εκπέμψω. Ο καθένας μπορεί να ιχνηλατεί και να λαμβάνει αυτά και μόνον όσα έχει ανάγκη από ένα κείμενο. Αλλά όπως βλέπετε, έρχομαι να κλυδωνίσω αυτή μου την δηλωμένη πεποίθηση με τα σημεία-κλειδιά που ακολουθούν, που ξεδιπλώνουν κρυμμένες αλήθειες μου μέσα στις γραμμές του ενδέκατου σημαδιού:
1. Τα παιδιά έχουν μια απαράμιλλη ποιότητα στην αντίληψη και δύναμη όρασης και μυρωδιάς της ζωής. Κι αν συλλαμβάνουν κάποιο μήνυμα από τον κόσμο που μας φαίνεται εξωπραγματικό ή παιδαριώδες, σε πολλές, πάρα πολλές περιπτώσεις, φταίμε εμείς που δεν είμαστε σε θέση να καταλάβουμε. Δε θέλουμε ίσως τις ανατροπές και προτιμάμε τα προδιαγεγραμμένα -από εμάς!- όρια που μας κάνουν να αισθανόμαστε ασφαλείς και ελεγκτές της κατάστασης.
2. Μια μεγάλη αντίφαση της ζωής: να μένει κανείς στην ιστορία, αλλά να τον τρώει η λησμονιά.
3. Πόσα πράγματα που μας περιτριγυρίζουν, δεν είμαστε σε θέση να τα αξιολογήσουμε σωστά. Κάθε λογής πράγματα, έμψυχα και άψυχα. Γιατί άραγε πρέπει να χαθούν για να τα αντιληφθούμε στις σωστές τους διαστάσεις;
4. Οι αληθινές ευκαιρίες για το άλμα, το πιο “γρήγορο από την φθορά” που λέει ο Ελύτης, του αβέβαιου αποτελέσματος, στο κενό μερικές φορές, είναι πολύ λίγες και αν χαθούν, μπορεί να μείνουν χαμένες για πάντα. Και μακάρι, μακάρι να είμαστε έτοιμοι να κάνουμε αυτό το άλμα με σεβασμό στα όσα αφήνουμε πίσω μας αλλά με διάθεση θαρραλέα να κατεβούμε από τα κάθε λογής εκθετήρια που έχουμε τοποθετήσει (εμείς ή οι άλλοι για εμάς) και να περπατήσουμε σε άλλους δρόμους, που είχαμε μπροστά μας, αλλά δεν το αποτολμήσαμε ποτέ.
5. Η μεγαλύτερη έλλειψη επικοινωνίας υπάρχει στους χώρους όπου είναι συγκεντρωμένοι πολλοί. Γιατί εκεί μπορούμε να κρυφτούμε πιο εύκολα μέσα στο πλήθος και η βουή παρασύρει λέξεις και δάκρυα.
6. Τίποτα δεν έχει αλλάξει στ’ αλήθεια στο πέρασμα της ζωής. Αλλάζουν μόνο τα χρώματα κι οι ήχοι της, αλλά όλα τα άλλα μένουν ίδια.
7. Ο καθένας μας, μαρμάρινος ή μη, ζηλεύει αυτό που δεν έχει!
8. Θε μου, πόσο επώδυνο είναι να μεταλαμπαδεύσεις σ’ αυτούς που μας ακολουθούν το νόημα της ζωής….
9. …και πόσο καθόλου, μα καθόλου σίγουρος δεν μπορείς να είσαι οτι αυτό που εσύ θεωρείς την “υπέρτατη αλήθεια του κόσμου” που κέρδισες με αίμα και πόνο, είναι αληθινή.
10. Μη διστάσετε να αφουγκραστείτε τα κάθε είδους αγάλματα που έχουν τόσα να μας πουν, ακόμα κι αν η φωνή τους δεν ακούγεται καθαρά. Και, σε κάθε περίπτωση, αν δεν θελήσετε να το κάνετε, ας μην είναι ο λόγος το “τί θα πει ο κόσμος αν σας δει να μιλάτε σ’ ένα άγαλμα”.
Κατά την διάρκεια των διακοπών μου άκουγα συνεχώς από τα χείλη του μεγάλου (!) -τρίχρονου- γιου μου την ερώτηση «Μπαμπά, γιατί δεν μιλάει το άγαλμα;». Του είχε κάνει μεγάλη εντύπωση η προτομή του Θεόφιλου στη Ανακασιά. Η απάντησή μου ήταν σταθερή, «είχα άλλωστε ευθύνη σα γονιός, δε θα έπρεπε να του δημιουργώ εντυπώσεις και να αφήνω την φαντασία του αχαλίνωτη». Φαίνεται οτι ήμουν πειστικός, λίγες μέρες αργότερα, τον άκουσα να μονολογεί: «Τα αγάλματα δεν μιλάνε, γιατί είναι από μάρμαρο. Πώς λοιπόν να μιλάνε;». Ε λοιπόν, ακούγοντας αυτά τα στεγνά λόγια -για τα οποία ήμουν αποκλειστικά εγώ υπεύθυνος- μετάνιωσα για την εκλογικευμένη απάντηση που του έδινα με συνέπεια και σταθερότητα επί τόσες ημέρες.
Ήδη όμως, είχε διαμορφωθεί το ενδέκατο σημάδι στο μυαλό μου…
Σκουλενίου και Ελευθερίας γωνία, βρίσκεται ένα μικρό πάρκο. Στο κέντρο της Αθήνας, ένα μικρό πάρκο με λίγα δέντρα, δύο παγκάκια και ένα άγαλμα. Ένας ακόμα ήρωας, ευεργέτης της πατρίδας ίσως, ποιος ξέρει, που η μοίρα τον μαρμάρωσε και τον έστησε ανάμεσα σε συνταξιούχους που περνάνε την ατέλειωτη ώρα που έχουν στην διάθεσή τους και παιδιά που αναζητούν εναγωνίως λίγο χώρο σ’ αυτήν την πόλη για να κάνουν ποδήλατο.
Στημένος εκεί, ο Αλέξανδρος Κεφάλας, ένας ήρωας της επανάστασης του ’21, άγνωστος μεταξύ αγνώστων, να κοιτάζει μέσα από το μαρμάρινο βλέμμα του τον κόσμο τριγύρω με αμηχανία.
- Δε μου λες βρε Ευτέρπη, τόσα χρόνια ερχόμαστε σ’ αυτό το πάρκο και δε σε έχω ρωτήσει ποτέ: Τον ξέρεις αυτόν που του έχουν κάνει άγαλμα; Από την πολυκαιρία, ούτε το όνομά του φαίνεται, ούτε τίποτα. Καλά κι αυτοί οι χριστιανοί, στήνουν ένα άγαλμα και μετά το παρατάνε στην τύχη του…
- Δεν ξέρω τ’ όνομά του, Αλκμήνη μου, αλλά η μητέρα μου μούλεγε οτι ήταν ήρωας του ’21. Όχι από τους πολύ γνωστούς, αλλά παλικάρι μεγάλο.
- Και πώς και του έστησαν άγαλμα στην περιοχή μας;
- Άκουσα οτι υπήρχε ένα δημοτικός σύμβουλος που έμενε εδώ κοντά κι έλεγε οτι αυτό το παλικάρι ήταν πρόγονός του. Αυτός ο κύριος, φαγώθηκε να του στήσει άγαλμα. Και μόλις το άγαλμα στήθηκε, ο κύριος σύμβουλος εξαφανίστηκε. Κι έτσι το καημένο το παλικάρι έμεινε εδώ σαν αγρίμι, χωρίς κανένας να ξέρει τίποτα γι αυτό.
---------------------------------------------------
Ο μικρός σταμάτησε το ποδήλατό του μπροστά στο άγαλμα και το κοίταξε:
- Μπαμπά, γιατί δεν μιλάει το άγαλμα;
- Αφού είναι από μάρμαρο το άγαλμα, γιε μου. Μπορεί να μιλάει ένα άγαλμα από μάρμαρο; Δε μπορεί.
Το παιδάκι ξανακοίταξε προς το άγαλμα. Η απάντηση του πατέρα του δεν το είχε ικανοποιήσει απόλυτα, αλλά πάντως, επειδή είχε ακούσει τα ίδια λόγια πολλές φορές στην ίδια ερώτηση, έκρινε οτι δεν υπήρχε λόγος να επανέλθει στο θέμα. Τα αγάλματα δεν μιλάνε, ας μείνει εκεί το θέμα, άλλωστε τώρα ήταν ώρα για ποδήλατο.
-----------------------------------------------------------------------------
Εκείνο το βράδυ το παρκάκι ήταν άδειο. Ούτε οι συνήθεις ύποπτοι, οι συνταξιούχοι και τα παιδιά, είχαν περάσει σήμερα. Ο Αλέξανδρος Κεφάλας στεκόταν στο ίδιο σημείο, περήφανος, αλλά μόνος, τόσο μόνος. Ο φθινοπωρινός αέρας μετακινούσε τα φύλλα από τα δέντρα, σα μικρό παιδί που μεταφέρει εδώ κι εκεί τα παιχνίδια του.
Κοίταξε δειλά τριγύρω του. Καμία ένδειξη ζωής. Κούνησε διστακτικά τα πόδια του και αισθάνθηκε, για πρώτη φορά, μια μικρή κινητικότητα στα μουδιασμένα από την παντοτινή ακινησία μέλη του.
Αποφάσισε να φανεί αποφασιστικός, άλλωστε αυτό ήταν ένα από τα μεγαλύτερά του προτερήματα που τον είχαν κάνει να διακριθεί στον αγώνα του ’21 και να γίνει ήρωας. Πόσο διαφορετικά ήταν τα πράγματα, πόσο διαφορετικά τα περίμενε…
Οι σκέψεις του διακόπηκαν απότομα από το δυνατό τράνταγμα: Ανασηκώθηκε και κοίταξε πίσω του προς το χώρο όπου βρισκόταν το άγαλμά του: Η βάση ήταν άδεια, άρα…
Το μυαλό του έκανε αστραπιαία σκέψεις και υπολογισμούς. Δεν υπήρχε αμφιβολία, είχε βρεθεί στο έδαφος, αφήνοντας τη θέση του πάνω στη βάση του αγάλματος, άδεια. Ήταν, άραγε, σωστό αυτό, να παρατήσει το πόστο του, να αφήσει αφύλακτη τη θέση που του είχαν εμπιστευτεί οι Κυβερνήτες της Πατρίδας; Αλλά πάλι, τόσα χρόνια, ποιος του έδωσε ποτέ σημασία; Όλοι περνούσαν από μπροστά του αδιάφορα, κανείς ποτέ δε αξιώθηκε να τον κοιτάξει έστω για μια στιγμή. Μόνο εκείνες οι ηλικιωμένες γυναίκες και κάποια παιδιά που έκαναν ποδήλατο εκεί κοντά, μόνον αυτοί.
Η αίσθηση οτι μπορούσε να κινήσει τα μέλη του ήταν πολύ ηδονική. Κάτι τόσο καθημερινό, τόσο ασήμαντο αν το έχεις μπροστά σου, αλλά τόσο μεγαλειώδες αν το έχεις στερηθεί για… θάταν περίπου 160 χρόνια που είχε πεθάνει και καμιά εικοσαριά που το είχαν τιμήσει, τιμωρήσει μάλλον, σε αυτήν την μαρμάρινη φυλακή.
Άνοιξε το βήμα του, ρίχνοντας πίσω του μια τελευταία κλεφτή ματιά στο πάρκο.Ήταν έρημο.
Προχώρησε προς την γωνία. Τόσα χρόνια άκουγε φασαρία πίσω από αυτήν τη γωνία, αλλά δεν μπορούσε να καταλάβει σε τί οφειλόταν. Και να τώρα που είχε την ευκαιρία να το διαπιστώσει. Στρίβοντας, είδε μια μεγάλη ομάδα από νεαρά άτομα να είναι στοιβαγμένα το ένα πάνω στο άλλο. Κάτι περίμεναν, ασφαλώς, ειδάλλως δεν είχαν λόγο να βρίσκονται εκεί. Έμεινε υπομονετικά στη θέση του για να διαπιστώσει τί ήταν αυτό που περίμεναν οι νέοι. Δεν είχε σαφή αίσθηση του χρόνου που πέρασε, αν και τόσα χρόνια κλεισμένος στην μαρμάρινη φυλακή του, είχε κάνει ασκήσεις υπολογισμού του χρόνου. Έμεινε σε μια άκρη για.. θα πρέπει να ήταν περισσότερο από είκοσι λεπτά, ήταν σίγουρος γι αυτό, αλλά δεν διαπίστωσε καμμιά αλλαγή. Τα νέα άτομα ήταν ακόμα εκεί, περιμένοντας κάτι που δε ερχόταν, χωρίς να δίνουν ο ένας σημασία στον άλλον. Κάπου-κάπου άλλαζαν μερικές κουβέντες αλλά, παρά το γεγονός οτι απηύθυνε ο ένας τον λόγο στον άλλο, ποτέ δεν κοιτάζονταν στα μάτια. Πώς μπορείς να καταλάβεις αν ο άλλος αντιλήφθηκε τί του είπες, αν δεν τον κοιτάξεις στα μάτια; Ίσως βρισκόταν έξω από το πνεύμα της εποχής, δεν μπορείς φαίνεται να καταλάβεις τί συμβαίνει παρατηρώντας κάποια άτομα, τα ίδια άτομα, που μάλιστα πιθανότατα δεν είναι αντιπροσωπευτικά της εποχής, κάθε μέρα, στο ίδιο μέρος, να λένε τα ίδια πράγματα. Ας είναι, δεν έφταιγε αυτός, ο ίδιος εξάλλου τόσον καιρό δεν μπορούσε να μετακινηθεί, οι άλλοι όμως μπορούσαν να έρθουν στο πάρκο αν ήθελαν.
Δε μπορούσε να μείνει στο ίδιο σημείο για περισσότερη ώρα. Δεν ήξερε εξάλλου τί ακριβώς του είχε συμβεί και για πόσο χρόνο θα ήταν ελεύθερος από την μαρμάρινή του φυλακή. Αποφάσισε να προχωρήσει προς την είσοδο αυτού του μέρους, ίσως μέσα να υπήρχε κάτι πιο ενδιαφέρον.
Σπρώχνοντας ελαφρά τους νεαρούς που έφραζαν την είσοδο, προχώρησε αποφασιστικά. Το είπαμε αυτό εξάλλου, η αποφασιστικότητα ήταν ίδιον της προσωπικότητάς του, και ίσως σ’ αυτήν οφειλόταν σε κάποιο βαθμό η -τιμητική πάντως- μαρμάρινη φυλακή του.
- Πρόσεξε βρε σούργελο, με πάτησες, του φώναξε ένας από τους αναίτια αναμένοντες νεαρούς. Τώρα πια είχε φτάσει στην είσοδο του καταστήματος, δεν υπήρχε δυνατότητα υποχώρησης.
Μια πυκνή ομίχλη κάλυπτε τον χώρο όπου είχε εισχωρήσει, μια ομίχλη που του θύμισε πεδίο μάχης όπου μόλις είχαν βάλλει κανόνια. Και ο ήχος όμως, θύμιζε πραγματικά την κλαγγή των όπλων στη μάχη σώμα με σώμα. Μόνο που δεν έβλεπε σώματα διασκορπισμένα τριγύρω, εκτός από ένα-δύο νέους που φαίνονταν να έχουν χάσει τις αισθήσεις τους. Ποιος ξέρει, είχαν τραυματιστεί ή δεν άντεξαν την ένταση της μάχης, φαίνεται οτι αυτό δεν άλλαζε, όσα χρόνια κι αν είχαν περάσει από τις δικές του εποχές.
Προχωρώντας προς τα ενδότερα, αισθάνθηκε πάνω του το βλέμμα ορισμένων από τα άτομα που τον περιέβαλαν. Ίσως τον είχαν αναγνωρίσει…πόσα χρόνια περίμενε αυτήν την αναγνώριση για το αγώνα του!
- Οι απόκριες είναι σε δυο μήνες φίλε. Βιάζεσαι, πολύ βιάζεσαι, του είπε μια νεαρή που κρατούσε στα χέρια της έναν δίσκο με κεράσματα για τους καλεσμένους της βραδιάς.
Αν και δεν κατάλαβε το ακριβές νόημα των όσων του είχε πει η φιλόξενη νέα, της χαμογέλασε και προχώρησε ακόμα περισσότερο. Είχε πια φθάσει στο τέλος του δωματίου και σταμάτησε για να κοιτάξει τριγύρω του: στο σημείο που βρισκόταν, η μάχη ήταν μάλλον σε ύφεση. Αναζήτησε ένα κάθισμα, είχε πολλά χρόνια να περπατήσει και οι αντοχές του δεν ήταν μεγάλες. Δεν υπήρχε όμως κανένα διαθέσιμο, όλα ήσαν κατειλημμένα. Αναστέναξε και ετοιμάστηκε να επιστρέψει προς το σημείο απ’ όπου εισήλθε, έπρεπε να αποχωρήσει, αισθανόταν μια κούραση που ολοένα μεγάλωνε.
- Έι φίλε, σ’ εσένα λέω, εσένα με το ντύσιμο, τώρα να το πω Λουί-κενζιέμ, να το πω Γαλλική επανάσταση, να το πω μεταμοντέρνο, δεν ξέρω από μόδιστρους ρε παιδί μου, εσύ με το μουστάκι, τέλος πάντων!
Παρά το γεγονός οτι ο Αλέξανδρος Κεφάλας άκουγε την γλώσσα που χρησιμοποιούσαν οι επισκέπτες του πάρκου και φρόντιζε να είναι, στα πλαίσια του δυνατού, ενημερωμένος για τα γλωσσικά ιδιώματα της εποχής, δεν κατάφερε να καταλάβει το νόημα των λέξεων που άκουσε. Αισθάνθηκε μόνο οτι κάποιος του απηύθυνε το λόγο και αυτό τον έκανε να γυρίσει: σε ένα απόμερο τραπέζι καθόταν μόνος ο νέος άνδρας που του μίλησε. Είχε στα μάτια του ένα βλέμμα μελαγχολίας και φόβου, ο Αλέξανδρος Κεφάλας είχε μάθει να διακρίνει αυτό το βλέμμα πολύ καλά στα πεδία των μαχών.
- Δείχνεις φοβισμένος, τί σου συμβαίνει; τον ρώτησε ο Αλέξανδρος. Τα μάτια σου είναι θολά και τα χείλη σου τρέμουνε, γιατί;
- Είναι μεγάλη ιστορία, χρειάζεται πολύς χρόνος. Εγώ πάντως τον έχω, δεν ξέρω για εσένα. Κάτσε αν θέλεις, του είπε ο νεαρός σπρώχνοντας ένα κάθισμα που λες και ήταν κρυμμένο κάτω από το τραπέζι.
Ο Αλέξανδρος πλησίασε με ανακούφιση το τραπέζι και κάθισε στο κάθισμα.
- Με λένε Αναστάση αλλά οι φίλοι, όταν είχα δηλαδή, με φώναζαν Τάσο.
- Ονομάζομαι, ονομαζόμουν για την ακρίβεια, Αλέξανδρος Κεφάλας.
- Θέλεις και εσύ απ’ ότι καταλαβαίνω να ρίξεις μια μούντζα πίσω σου, Αλέξανδρε. Είμαστε στην ίδια κατάσταση, νομίζω οτι εμείς συνεννοούμαστε πολύ καλά. Αλλά… για στάσου, το πρόσωπό σου μου είναι πολύ γνωστό, σ’ έχω ξαναδεί εσένα, είμαι σίγουρος. Μένεις εδώ κοντά;
- Μένω, τρόπος του λέγειν, ας πούμε οτι πέρασα πολλά χρόνια στο παρακείμενο πάρκο, Ελευθερίας ονομάζεται. Δεν ξέρω αν το έχεις υπόψιν σου…
- Δεν ξέρω αν λέγεται Πάρκο Ελευθερίας, αλλά αν μιλάς γι αυτό το μικρό, μελαγχολικό παρκάκι που βρίσκεται στο διπλανό στενό, το ξέρω, μένω ακριβώς απέναντι. Αχούρι δηλαδή το σπίτι, αλλά μου το άφησε η μάνα μου κι εξάλλου δεν έχω μία για να πάω αλλού. Κοίτα σύμπτωση, μένουμε δίπλα και δεν είχε τύχει ποτέ να συναντηθούμε. Το πρόσωπό σου πάντως μου είναι πολύ γνωστό.
- Πολύ φασαρία έχει αυτό το μέρος Τάσο, άκουγα βέβαια τη φασαρία από το πάρκο, αλλά δεν είχα μπει ποτέ μέσα.
- Μη σε ανησυχεί, σε λίγη ώρα οι πιο πολλοί θα φύγουνε, θα πάνε αλλού να συνεχίσουν το βράδυ τους. Το μέρος θα ηρεμήσει, θα μπορούμε να μιλάμε. Με συγχωρείς μια στιγμή Αλέξανδρε.
Ο Τάσος σηκώθηκε με ένα ελαφρό τρέκλισμα και κατευθύνθηκε προς την άλλη μεριά της αίθουσας. Κάποια στιγμή σταμάτησε και έπιασε την κουβέντα με έναν άνθρωπο που βρισκόταν στο κέντρο της αίθουσας. Πρέπει να ήταν πολύ δημοφιλής αυτός, γιατί κάθε τόσο σταματούσαν θαμώνες και συζητούσαν μαζί του. Ο Τάσος ύψωσε ικετευτικά τα χέρια του προς τον ουρανό και έκανε ένα μια χειρονομία απογοήτευσης. Ο άνδρας φάνηκε να συγκινείται από την αντίδραση του Τάσου, πήρε με ευγένεια κάτι που του έδωσε αυτός από την τσέπη του και, προφανώς, σε μια κίνηση αβρότητας του προσέφερε έναν φάκελο που έβγαλε από το παλτό του. Στη συνέχεια, έπιασε τον Τάσο απ΄ το πρόσωπο και κάτι του είπε. Τον νουθετεί προφανώς, σκέφτηκε ο Αλέξανδρος, σαν μεγαλύτερός του που είναι. Ο Τάσος απεγκλωβίστηκε από τις νουθεσίες (;) του αγνώστου, πήρε τον φάκελο που του προσφέρθηκε και εξαφανίστηκε βιαστικά στο βάθος της αίθουσας.
Όλα αυτά φαίνονταν τόσο παράξενα στον Αλέξανδρο αλλά βέβαια δεν είχε απαίτηση να καταλάβει τί συνέβαινε δίπλα του από τη μια στιγμή στην άλλη. Του αρκούσε που μπορούσε να περπατά πάλι, να μιλά με άλλους ανθρώπους, ακόμα κι αν αυτοί έδειχναν απόμακροι. Και τα δικά του χρόνια εξάλλου οι άνθρωποι ήταν έτσι. Όταν άκουγε τις ηλικιωμένες γυναίκες στο πάρκο να οδύρονται για το κατάντημα του κόσμου, ήθελε να τους φωνάξει οτι πάντα έτσι ήταν, οτι τίποτα δεν έχει αλλάξει, μόνο ίσως ο περιβάλλων χώρος. Οι άνθρωποι είναι πάντα ίδιοι. Ποτέ όμως δεν μπόρεσε να ακουστεί η φωνή του, ποτέ κανείς δεν πλησίασε το αυτί του στο στόμα του για να ακούσει τα λόγια του. Κανείς ποτέ δεν φάνηκε να νοιάζεται γι αυτόν.
Οι σκέψεις του διακόπηκαν απότομα από το χέρι του Τάσου που, τρέμοντας, άγγιξε την πλάτη του. Ο Τάσος φορούσε το έκπληκτο βλέμμα της μεγάλης αποκάλυψης που είχε κάνει:
- Θυμήθηκα πού σε ξέρω εσένα, φίλε. Είσαι το άγαλμα που έχουν στημένο εδώ πιο κάτω. Είσαι το άγαλμα, που κατέβηκε, περπατάει και μιλάει. Τ’ ακούτε όλοι, φώναξε προς τους διπλανούς του, μιλάω μ’ ένα άγαλμα, ελάτε να σας το γνωρίσω!
Οι φωνές του παρασύρθηκαν από τον μονότονο ήχο που ακουγόταν στο μέρος από την ώρα που μπήκε. Μόνο δύο άλλοι νέοι που βρίσκονταν πίσω τους, κοιτάχτηκαν με νόημα και μάλιστα ο ένας είπε στον άλλον χαμηλόφωνα: Μετά τη δόση, μπορείς να συνομιλείς με αγάλματα, σημείωσέ αυτό να το έχουμε υπόψη μας. Τα γέλια τους πνίγηκαν στην ίδια βουή που είχε παρασύρει τις φωνές του Τάσου λίγο πριν.
Βλέποντας οτι κανείς δεν του έδινε σημασία, ο Τάσος κάθισε ηττημένος στο κάθισμά του. Έκλεισε με τα χέρια τα μάτια του, ίσως όταν τα ξανάνοιγε το άγαλμα να είχε φύγει. Η πνευματική του διαύγεια σύντομα θα έφθανε στο πιο υψηλό της σημείο, τόσα χρόνια χρήστης, το είχε μάθει, για πόσο όμως; Κατέβασε δειλά τα χέρια από το πρόσωπό του και άνοιξε τα μάτια του. Ο Αλέξανδρος ήταν ακόμα εκεί, στο ίδιο σημείο και τον κοιτούσε απορημένος.
- Είσαι καλά, Τάσο; Ανησύχησα προς στιγμήν για σένα. Παράξενος αυτός ο διακεκριμένος στην παρέα σας κύριος, ξέρεις έχω μάθει να ξεχωρίζω τους ανθρώπους, μπορεί λοιπόν αυτός να σου ανταπέδωσε το δώρο που του έκανες, αλλά δεν μου φαίνεται καλός άνθρωπος. Μπορεί βέβαια να κάνω λάθος…
- Τελικά, είσαι το άγαλμα ή όχι; Μπορείς να μου απαντήσεις σ’ αυτό;
- Είμαι το σώμα του ανθρώπου για τον οποίον ανήγειραν αυτό το άγαλμα, αν αυτό σε ικανοποιεί. Δεν ξέρω πώς ακριβώς βρέθηκα εδώ, αλλά για να είμαι ειλικρινής δεν αισθάνομαι την ανάγκη να το ψάξω, τουλάχιστον όχι αυτήν την στιγμή, με καταλαβαίνεις;
- Εγώ σε καταλαβαίνω. Έλα όμως αν μπορείς κι εσύ στη θέση μου. Από τη μια στιγμή στην άλλη, βρίσκομαι να μιλάω με ένα κομμάτι μάρμαρο, δεν είναι και μικρό πράγμα, δε νομίζεις; Δεν ξέρω αν είναι αληθινό αυτό που μου συμβαίνει ή αν οφείλεται στο γεγονός οτι αυτός ο κύριος, πώς τον είπες αλήθεια, διακεκριμένο νομίζω, δεν ξέρω λοιπόν αν αυτός ο διακεκριμένος κύριος μου πάσαρε σκάρτο πράγμα και με έστειλε σε τέτοια ταξίδια, στ’ αλήθεια δεν ξέρω,
- Ας κάνει ο καθένας τους συμβιβασμούς του και ας συνεχίσουμε την συζήτηση, συμφωνείς; Ας αφήσουμε λοιπόν ορισμένα πράγματα να αιωρούνται, αυτό είναι μια τίμια συμφωνία, εξάλλου δεν ξέρω πόσο χρόνο θα βρίσκομαι εδώ κάτω. Μπορεί από στιγμή σε στιγμή να ξαναβρεθώ εκεί ψηλά, που κανείς δε μπορεί να μ’ αγγίξει, αλλά ούτε να με πλησιάσει. Αισθάνομαι οτι προέρχομαι από έναν κόσμο που δεν υπάρχει πια, και τώρα βρίσκομαι σ’ έναν κόσμο που δεν υπήρξε ποτέ για εμένα…….θλιβερό, δεν είναι;
- Ναι, αλλά εσύ, αν είσαι δηλαδή στ’ αλήθεια αυτός που νομίζω, έχεις μια ιστορία πίσω σου. Κάτι αφήνεις στο πέρασμά σου στη ζωή. Μπορεί κανείς να μην προσέχει το όνομά σου στη βάση του αγάλματος, μπορεί σχεδόν κανένας να μην ξέρει ποιος ήσουν, αλλά αδελφέ μου εσύ έχεις μείνει στην ιστορία.
- Έχω μείνει στην ιστορία, αλλά με τρώει η λησμονιά.
- Εγώ πάντως σε ζηλεύω, Αλέξανδρε. Κοίτα εμένα, είμαι ένα τίποτα, ένα πρεζάκι που κάποιο πρωί θα το βρουν τέζα.
- Κι εγώ ζηλεύω εσένα, Τάσο. Εγώ λοιπόν έχω ένα λαμπρό παρελθόν που δεν έχει πια καμμιά αξία, κι εσύ έχεις ένα ανάξιο παρόν που για εμένα, τουλάχιστον, είναι τα πάντα!
- Ναι, αλλά ήσουν ένας επαναστάτης, ένας ήρωας, ειδάλλως δε θα σου είχαν στήσει άγαλμα, να είσαι σίγουρος γι αυτό. Είσαι απελευθερωμένος από κάθε είδους συντηρητισμό και φθορά, η εικόνα σου έχει μείνει αλώβητο στο χρόνο.
- Ναι, ήμουνα επαναστάτης, όπως το εννοείς εσύ. Αν και στα χρόνια μας, δεν αισθανόμαστε σαν επαναστάτες, δεν μπορούσαμε να σκεφτούμε λογικά το τί κάναμε και γιατί το κάναμε. Απλά, για εμάς ήταν η μόνη λύση. Ξέρεις όμως, τόσα χρόνια στο πάρκο, σκεφτόμουνα οτι συχνά οι επαναστάτες είναι πιο συντηρητικοί κι από τους συντηρητικούς. Και εμείς απλοί άνθρωποι ήμασταν όπως όλοι, κι απλώς παίζουμε ένα λίγο διαφορετικό ρόλο που τελικά το μόνο που κάνει είναι να δυναμώνει το σύστημα. Κι όλα τα οράματα, όλες τις ελπίδες, τα παίρνει όλα ο αέρας και δεν μένει τίποτα. Τίποτα.
- Έχεις δει πολλά, Αλέξανδρε, τουλάχιστον οπωσδήποτε πιο πολλά από εμένα. Σκέψου, πόσοι άλλοι έχουν βρεθεί στη θέση σου; Αυτό που σου συμβαίνει είναι μοναδικό, απίστευτο…
- Μην με υπερεκτιμάς, δεν είμαι παρά ένα άγαλμα του ήρωα της επανάστασης του ’21, του Αλέξανδρου Κεφάλα. Δεν είμαι η ψυχή του, είμαι ένα μαρμάρινο κουφάρι που αυτήν την ώρα -για πόσο άραγε;- απέκτησα σάρκα και οστά, δανεικά κι αυτά, δεν είναι δικά μου.
- Δεν ξέρω τί λες εσύ, εγώ σε ζηλεύω. Και φαίνεται οτι δεν είσαι μόνο ήρωας, είσαι και σεμνός. Ακούς εκεί, μαρμάρινο κουφάρι.
Ο Αλέξανδρος κοίταξε τριγύρω του. Ο κόσμος πραγματικά είχε ελαττωθεί αισθητά, μόνο δυο-τρεις παρέες επισκεπτών έπιναν τα ποτά τους, χωρίς να δίνουν η μια σημασία στην άλλη. Κοίταξε τον συνομιλητή του: είχε ευγενική φυσιογνωμία, αν και οι καταχρήσεις στις οποίες προφανώς προέβαινε, του είχαν απομυζήσει τα νιάτα και τον δροσιά της ζωής του. Ακόμη κι έτσι όμως, τον ζήλευε. Ήταν ένας ελεύθερος άνθρωπος, χωρίς το βαρύ φορτίο μιας ιστορίας που, τελικά, του ήταν απόλυτα άχρηστη.
Ο Τάσος κοίταξε τον παράξενο άνδρα που καθόταν απέναντί του. Μπορεί να ένοιωθε εγκλωβισμένος στην ιστορία του αλλά, χωρίς αμφιβολία, ήταν ένας μεγάλος άνδρας που είχε προσφέρει στην πατρίδα, δίνοντας παντοτινό νόημα στη ζωή του. Ενώ αυτός, αυτός ήταν ένα τίποτα, που θα πέρναγε από την ζωή και δεν θα ακούμπαγε….
Οι δύο άντρες κοιτάχτηκαν με νόημα, σα να καταλάβαιναν ο ένας τον άλλον και σα να έκαναν μια σιωπηλή συμφωνία, που αφορούσε μόνο αυτούς και κανείς άλλος δε θα μάθαινε τίποτα γι αυτήν… ποτέ.
Ο Αλέξανδρος βοήθησε τον Τάσο να σηκωθεί. Η ώρα που η γη θα άρχιζε να κινείται σε ξέφρενους ρυθμούς γύρω του, πλησίαζε. Ο κόσμος της ψεύτικης ευτυχίας και της πρόσκαιρης φυγής που οδηγεί ένα σκαλοπάτι πιο κάτω ήταν ανελέητος. Ο Τάσος, τρεκλίζοντας, χαιρέτισε από μακριά τον άνθρωπο που βρισκόταν πίσω από το μπαρ. Ο άνδρας του ανταπέδωσε τον χαιρετισμό. Ο Αλέξανδρος γύρισε και τον κοίταξε. Ήταν ο «διακεκριμένος» άνδρας που συνάντησε ο Τάσος όταν σηκώθηκε από το τραπέζι και του είχε δώσει έναν φάκελο.
-----------------------------------------------------------------------------
- Βρε Ευτέρπη μου, θα σου πω κάτι αλλά μη γελάσεις και μη βιαστείς να μου πεις οτι ξεμωράθηκα. Μην ξεχνάς οτι είμαι και μισό χρόνο πιο μικρή από εσένα.
- Ναι, βέβαια, εκατόν δύο χρονών εγώ, εκατόν ενός και μισό εσύ Αλκμήνη μου, της είπε γελώντας η δεύτερη υπέργηρη κυρία.
- Λοιπόν Ευτέρπη, νομίζω, πρόσεξε, νομίζω λέω, οτι το άγαλμά μας έχει διαφορετική όψη σήμερα. Δεν το είχα προσέξει ποτέ, για να είμαι ειλικρινής, αλλά μου φαίνεται διαφορετικό στην όψη και κάπως…
- Κάπως, τί, Αλκμήνη μου, μίλησε άφοβα δε σε κοροϊδεύω, θα προσπαθήσω τουλάχιστον.
- Κάπως χαρούμενο, βρε παιδί μου. Σα να είναι άλλος άνθρωπος. Μου θύμισε λίγο τον γιο της φίλης μας της Τούλας, της μακαρίτισσας, ξέρεις το παλικάρι που βολοδέρνει με τα ναρκωτικά. Δεν με πιστεύεις, το ήξερα, μάλλον λάθος κάνω, ας το ξεχάσουμε.
-----------------------------------------------------------------------------
Το παιδάκι σταμάτησε απότομα το ποδήλατο:
- Το άγαλμα μπαμπά, το άγαλμα κατέβηκε και μιλάει. Αλήθεια σου λέω, είναι το άγαλμα.
Ο πατέρας σήκωσε τα μάτια από την εφημερίδα και έριξε μια ματιά προς το άγαλμα. Το άγαλμα, κάποιος Κεφάλας, κάτι τέτοιο, ήταν στη θέση του, ακίνητο, να παρατηρεί τον κόσμο τριγύρω με αμηχανία.
- Δε σου έχω πει εκατό φορές να μη φτιάχνεις παραμύθια με το μυαλό σου; είπε ο πατέρας αυστηρά στο γιο του. Εκεί είναι το άγαλμα, δεν το βλέπεις;
- Δε λέω γι αυτόν κύριο, μπαμπά, για τον άλλον λέω. Αυτόν εκεί στη γωνία που φεύγει.
Ο Αλέξανδρος άνοιξε το βήμα του και απομακρύνθηκε βιαστικά. Γεια σου Τάσο, ψιθύρισε για τελευταία φορά.
- Δεν βλέπω κανέναν κι έχω θυμώσει πολύ με τα καμώματά σου. Γρήγορα, πάμε σπίτι.
Κατά την διάρκεια των διακοπών μου άκουγα συνεχώς από τα χείλη του μεγάλου (!) -τρίχρονου- γιου μου την ερώτηση «Μπαμπά, γιατί δεν μιλάει το άγαλμα;». Δε θα του ξαναπώ ποτέ: «Τα αγάλματα δεν μιλάνε, γιατί είναι από μάρμαρο. Πώς λοιπόν να μιλάνε;». Θα του λέω απλώς οτι εγώ ποτέ δεν έχω ακούσει άγαλμα να μιλάει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου