Παρασκευή 6 Σεπτεμβρίου 2013

Ένα τέταρτο της ώρας πριν πεθάνει, ήταν ακόμη ζωντανός



ΣΤΙΓΜΕΣ ΣΤΟ ΧΡΟΝΟ

Δε με ενδιαφέρει το αύριο, αν είναι να προκύψει από άχρωμες στιγμές του σήμερα...






Ένα τέταρτο της ώρας πριν πεθάνει, ήταν ακόμη ζωντανός (*)



-       Ήταν ένας θαυμάσιος άνθρωπος… θαυμάσιος! Ένα σύννεφο αμφιβολίας εμφανίστηκε στο πρόσωπό του. Έκανε μια γκριμάτσα αποδοκιμασίας αυτής του της αμφιβολίας και συνέχισε: Τώρα που το σκέφτομαι καλύτερα, θαυμάσιος ίσως να μην ήταν, αλλά πάντως ήταν αξιοπρεπής και γεμάτος δημιουργικότητα. Εξάλλου σε μια εποχή σαν τη σημερινή, τι σημαίνει άραγε «θαυμάσιος άνθρωπος»; Ήταν ένας άνθρωπος σαν όλους τους άλλους, με τις ιδιαιτερότητες και τα ταλέντα του.

Ο ηλικιωμένος άνδρας σήκωσε το κεφάλι του προς τον ουρανό σα να ζητάει από ψηλά μια επιβεβαίωση των λόγων του. Εξέλαβε τη σιωπή του ουρανού σαν ενθάρρυνση να συνεχίσει τον μονόλογό του:

-       Και σε τελική ανάλυση, ποιος είμαι εγώ που θα τον κρίνω; Χρωστάω την ύπαρξή μου σε αυτόν, χωρίς αυτόν δεν θα υπήρχα, ούτε θα είχα υπάρξει ποτέ, κι αυτό δεν πρέπει να το βγάζω ούτε στιγμή από το μυαλό μου…

Υπάρχουν ορισμένες μοιραίες γυναίκες που είναι ικανές να διεγείρουν όλες τις αισθήσεις. Για τον κύριο Γουΐλσον, έναν απλό, συμβατικό άνθρωπο, παρατηρητή της ζωής αλλά σε καμία περίπτωση συμμετέχοντα στα όσα συνέβαιναν γύρω του, μία μόνο από αυτές, η οσμή, ήταν αρκετή:  Ένα έντονο γυναικείο άρωμα τον προετοίμασε για την έλευση της μοιραίας γυναίκας στο κοιμητήριο.

Κοίταξε προς την πλευρά από όπου ερχόταν το άρωμά της και ήταν σίγουρος ότι αυτή θα ξεπρόβαλλε σε λίγο: Η Αμάντα πλησίαζε ακολουθώντας τα χνάρια του αρώματός της που με έναν μυστηριώδη τρόπο -ανεξιχνίαστο σε όλα τα κείμενα που αναφέρονταν σε αυτήν- προπορευόταν πάντα στη σωστή κατεύθυνση, αυτήν που είχε επιλέξει η Αμάντα για να κάνει την εμφάνισή της πιο θεαματική.

Η Αμάντα ήταν μια δυναμική γυναίκα με άποψη για τον τρόπο που έπρεπε να ζήσει: η άποψή της ήταν ότι έπρεπε να γευτεί όλες τις ηδονές της ζωής αλλά η ευθύνη της απέναντι στην κοινωνία ήταν να φροντίσει ώστε, όσο το δυνατόν περισσότεροι συνάνθρωποι (κατά προτίμηση οι πλέον γεροδεμένοι και εμφανίσιμοι) να γνωρίσουν και αυτοί τις ίδιες ηδονές.

Ψηλή, αγέρωχη, προσεγμένη μέχρι και την τελευταία λεπτομέρεια της εμφάνισής της ώστε να εξασφαλίζεται ότι κανένα ανδρικό βλέμμα δε θα απέκλινε από την πορεία προς το εντυπωσιακό της εξωτερικό περίβλημα, κάτι βέβαια που έκανε πιο εύκολη την αποστολή της απέναντι στην κοινωνία!

Με ύφος επίπλαστα ενοχλημένο, ο κύριος Γουΐλσον κοίταξε το εντυπωσιακό μπούστο της Αμάντας και είπε ψιθυριστά με προσποιητή ανησυχία: 

-       Τόσο προκλητικό ντύσιμο σε χώρο κοιμητηρίου… είναι άραγε σωστό;

Διαβάζοντας τη σκέψη του -αφού η φωνή του ήταν αρκετά χαμηλή για να ακουστεί- η Αμάντα τον πλησίασε, του έδωσε ένα παιχνιδιάρικο φιλί στο μάγουλο και του είπε:

-       Και βέβαια είναι σωστό βρε χαζέ! Επιβεβλημένο θα έλεγα, όχι απλά σωστό. Ήρθαμε εδώ για να αποχαιρετίσουμε τον πνευματικό μας πατέρα, τον δημιουργό μας… δε θα μπορούσε να με φανταστώ, σε μια τέτοια περίπτωση, ντυμένη  σαν κάποια άλλη. Δε θα ήμουν… εγώ! Έτσι με είχε στο μυαλό του, έτσι θέλει να με δει σήμερα, είμαι σίγουρη γι αυτό.

 
Η Αμάντα πήρα αγκαζέ τον κύριο Γουΐλσον και κάθισαν στο παγκάκι που βρισκόταν ακριβώς μπροστά από το μνήμα όπου γινόταν αυτός ο αποχαιρετισμός.

-       Όλα τα ήθελε τακτοποιημένα στη ζωή του, πάντα σκεφτόταν μέχρι και την τελευταία λεπτομέρεια. Να, είδες, υπάρχει ένα παγκάκι δίπλα στο μνήμα του για να μπορούμε να καθόμαστε, δεν είναι τυχαίο αυτό!

Ο κύριος Γουΐλσον, σε αντίθεση με την Αμάντα που έδειχνε να απολαμβάνει εκείνες τις στιγμές, ήταν πολύ συγκινημένος. Σε όλη του τη ζωή, παρατηρούσε μέσα από τις σελίδες των βιβλίων σα θεατής αυτά που συνέβαιναν γύρω του, αλλά εκείνη τη μέρα, για πρώτη φορά αισθανόταν ότι είχε ενεργό ρόλο. Ο ύστατος αποχαιρετισμός του δημιουργού σου δεν είναι άλλωστε μικρό πράγμα, έτσι δεν είναι;

-       Δεν είμαι απόλυτα σίγουρος, άρχισε να λέει ο κύριος Γουΐλσον σε μια προσπάθεια να αλλάξει θέμα, αν είχε τελικά ταλέντο. Εσύ τί λες, Αμάντα;
-       Εγώ λέω να κοιτάζουμε τη δουλειά μας και να μην φυτρώνουμε εκεί που δε μας σπέρνουν. Άσε να κρίνουν άλλοι το ταλέντο του, είπε η Αμάντα αυστηρά, κοιτάζοντας φιλάρεσκα τα χείλη της στο καθρεφτάκι που κρατούσε. Το μόνο που μπορούμε να σχολιάσουμε εμείς, είναι αν μας παρουσίασε σωστά, αν ήταν δίκαιος απέναντί μας. Ας αφήσουμε το θέμα του ταλέντου του σε αυτούς που θεωρούν τους εαυτούς τους ειδικούς.
-       Ναι, έχεις δίκιο, είπε ο κύριος Γουΐλσον συγκαταβατικά. Εγώ λοιπόν, δεν έχω κανένα παράπονο. Αυτός που νομίζω ότι είμαι, αυτός φαίνομαι στα κείμενά του.
-       Δε θα μπορούσε βέβαια να γίνει διαφορετικά, μην το ξεχνάς αυτό.

Η Αμάντα ήταν έτοιμη να δώσει μια βαρύνουσα απάντηση που θα έδινε οριστικά τέλος στις βαρετές αιτιάσεις του. Θεέ μου, πόσο ανασφαλής μπορεί να γίνει ένας χαρακτήρας, αν είναι έτσι φτιαγμένος από τον πνευματικό δημιουργό του!

 
Η εμφάνιση ενός ψηλόλιγνου άντρα την σταμάτησε. Τα μακριά του μαλλιά που ήταν ανακατεμένα, η γενειάδα του αλλά, περισσότερο απ’ όλα, ο τρόπος που περπατούσε και το ύφος με το οποίο κοίταζε κάθε τι τριγύρω, το έκαναν να μοιάζει με εξέχων μέλος της νεολαίας της Γαλλικής νεολαίας του ’68.

-       Καλώς τον «sanglot long de lautomne (σ.σ. μακρόσυρτος λυγμός του φθινοπώρου) είπε χαμογελώντας η Αμάντα. Τί νέα, Αλαίν; Πάλι πνιγμένος στη μελαγχολία είσαι;
-       Γεια σου γητεύτρα των ανδρικών ηδονών, της απάντησε -στο ίδιο μήκος κύματος- ο νεαρός άνδρας. Το βλέμμα του Αλαίν πέρασε μέσα από τον κύριο Γουΐλσον σα να ήταν διαφανής και καρφώθηκε στα χείλη της Αμάντας. Το φαντάστηκα ότι θα σε εύρισκα… (κοιτάζοντας προς τη μεριά που κυρίου Γουΐλσον που τους παρακολουθούσε αμίλητος καθισμένος σε μία γωνία, έδειξε ότι -επί τέλους- αντιλήφθηκε την παρουσία του) …σας εύρισκα εδώ.

 
Σταμάτησε λίγο για να συγκεντρώσει τις σκέψεις του. Το συνήθιζε αυτό, δεν του άρεσε να μιλάει άσκοπα και γι αυτό προσπαθούσε να κάνει μεγάλη οικονομία στα λόγια του:

-       Εσύ, εσείς όλοι, βλέπετε μελαγχολία. Εγώ νομίζω απλά ότι είναι μια βαθύτερη θεώρηση της ζωής, που βοηθάει στην αναζήτηση της Μεγάλης Αλήθειας. Κι αυτός (κοιτάζοντας προς τη μεριά του μνήματος, έκανε μία κίνηση επιδοκιμασίας προς τον κάτοχο αυτής της κατοικίας), το ίδιο νόμιζε, είμαι σίγουρος γι αυτό.
-       Γιατί χάνεις το χρόνο σου να αναζητάς τη μεγάλη αλήθεια όπως τη λες -και νομίζω ότι καταλαβαίνω τι εννοείς- είπε ο κύριος Γουΐλσον; Και τί θα αλλάξει αν την ανακαλύψεις; Τίποτα απολύτως, σε βεβαιώνω! Το τέλος σου θα είναι το ίδιο με όλων των άλλων, είπε κοιτάζοντας με θλιμμένο ύφος προς τη μεριά του μνημείου που ένωσε αυτούς τους τρεις, τόσο διαφορετικούς μεταξύ τους, ανθρώπους.
-       Ας μη μαλώνουμε αυτήν την ώρα, είπε χαμηλόφωνα η Αμάντα. Είμαστε εδώ για να αποχαιρετίσουμε αυτόν τον άνθρωπο στον οποίο χρωστάμε όλοι την ύπαρξή μας.

 
Οι δύο άντρες της παρέας κούνησαν το κεφάλι τους, δείχνοντας ότι συμφωνούσαν απόλυτα. Ο Αλαίν προχώρησε λίγα βήματα πιο μακριά με κατεύθυνση το μικρό δάσος που βρισκόταν πίσω από το κοιμητήριο.

-       Σκεφτόμουν, μονολόγησε αλλά δίνοντας την ευκαιρία σε όλους να ακούνε τον μονόλογό του όσο απομακρυνόταν, χωρίς φυσικά να θέλω να μειώσω τη σημασία αυτού του ανθρώπου στη ζωή μας, ότι κάθε δημιουργός δίνει ζωή στο δημιούργημά του αλλά στην εξέλιξη της ζωής του, χάνει σταδιακά τον έλεγχό του πάνω σε αυτό. Και τελικά, το δημιούργημα ακολουθεί μοναχό το πεπρωμένο του, ένα πεπρωμένο που μπορεί να είναι εντελώς διαφορετικό από αυτό που είχε στο μυαλό του ο δημιουργός την στιγμή που έφερνε τον χαρακτήρα στο κόσμο…
-       Στη δική μου περίπτωση πάντως, είπε ο κύριος Γουΐλσον, δεν υπήρξαν πολλές εκπλήξεις στη ζωή μου.
-       Ναι, αλλά δεν ξέρετε τί σκεφτόταν για εσάς ο δημιουργός σας. Τι όνειρα είχε…ναι, μη χαμογελάς Αμάντα, είχε όνειρα για τον κύριο Γουΐλσον και για όλους μας! Τώρα, βέβαια, είπε κοιτώντας προς τη μεριά του κυρίου Γουΐλσον, εσείς δε κάνατε ποτέ την ανατροπή που ίσως ήλπιζε ο δημιουργός σας. Η ζωή σας καταπλάκωσε, λυπάμαι που το λέω, αλλά έτσι είναι. Η ζωή δε σας επεφύλαξε καμία έκπληξη…
-       Κι εσένα που σου επεφύλαξε, τί κατάλαβες; Και σε τελική ανάλυση, την αυτοκτονία εσύ την θεωρείς έκπληξη;
-       Να, αρχίσατε πάλι να μαλώνετε, είπε η Αμάντα αυστηρά. Δε θα ήταν καθόλου περήφανος για εσάς (έδειξε προς το μαρμάρινο σπίτι που βρισκόταν μπροστά τους) αν σας έβλεπε έτσι. Το πρόσωπό της συσπάστηκε από πόνο: Τώρα ταξιδεύει ο χρυσός μου και πρέπει εμείς να τον βοηθήσουμε σ’ αυτό το ταξίδι. Αλλά, τί να βοηθήσουμε, αυτό το ταξίδι το κάνεις ο καθένας μόνος του…
-       Είναι όμως και η μοναξιά μια συντροφιά, είπε ο Αλαίν, ο συνήθης ύποπτος σε θέματα μοναξιάς και μελαγχολίας.

 
Το βουητό που ακουγόταν από ώρα έξω από το κοιμητήριο, έστριψε στη γωνία και άρχισε να παίρνει σχήμα, το σχήμα ενός πολύχρωμου όχλου, ένα ψηφιδωτό από χαρακτήρες κάθε φύλου, χρωμάτων, ηλικίας. Η πομπή κατευθυνόταν προς τον χώρο όπου βρίσκονταν ο κύριος Γουΐλσον, ο Αλαίν και η Αμάντα. Οι τρεις αυτοί χαρακτήρες ήταν, χωρίς αμφιβολία, οι ήρωες στους οποίους είχε δώσει τη μεγαλύτερη έμφαση στο έργο του ο εκλιπών και δικαιωματικά μπορούσαν να διαφοροποιηθούν από τον όχλο των χαρακτήρων που είχαν εμφανιστεί στο ογκώδες, είναι αλήθεια, έργο του συγγραφέα που είχαν έρθει όλοι να αποχαιρετίσουν.

-       Πάμε εμείς τώρα, απ’ ότι βλέπω έχει έρθει πολύς κόσμος για τον ύστατο χαιρετισμό και δεν έχω καμία διάθεση να ανοίξω κουβέντες με ασήμαντους χαρακτήρες-καρικατούρες που έκαναν ένα πέρασμα δύο σελίδων σε κάποιο μυθιστόρημά του, είπε εμφανώς ενοχλημένη η Αμάντα.
-       Γεια σου πατέρα μας, δημιουργέ μας, είπε με φωνή ραγισμένη από τη συγκίνηση ο κύριος Γουΐλσον. Θα σε θυμόμαστε πάντα με αγάπη, κι εμείς και όλοι όσοι μας διαβάσουν στα βιβλία σου.
-       Σ’ ευχαριστούμε που μας άφησες στην αιωνιότητα, είπε μ’ ένα ύφος που άφηνε πολλές υποσχέσεις -άχρηστες όμως σε ένα νεκρό- η Αμάντα. Έβαλε τον αντίχειρά της στα σαρκώδη χείλη της και μετά τον ακούμπησε στο παγωμένο μάρμαρο που σκέπαζε τον δημιουργό της.
-       Adieux, είπε ο Αλαίν μ’ ένα πικρό χαμόγελο. Και μη ξεχνάς ποτέ εκεί που είσαι τώρα πόσο γελούσες με αυτά τα λόγια: «Ένα τέταρτο της ώρας πριν πεθάνει, ήταν ακόμη ζωντανός». Ε να, ας πούμε απλώς ότι αυτό το τέταρτο πέρασε….


(*) Seigner de la Palice (1470-1525): Γάλλος αρχιστράτηγος, μετά τον θάνατο του οποίου οι στρατιώτες του τραγούδησαν  «Ένα τέταρτο της ώρας πριν πεθάνει, ήταν ακόμη ζωντανός», εννοώντας ότι πολέμησε ως την τελευταία του πνοή.

Αναγνωρίζω ότι ο τίτλος του διηγήματος δεν έχει απόλυτη σχέση με το περιεχόμενό του. Βρίσκω όμως αυτά τα λόγια τόσο λυτρωτικά αν ειδωθούν με χιούμορ και χωρίς επική διάθεση, που θέλησα να τα χρησιμοποιήσω.
Ο καθένας μπορεί να τα καταλάβει όπως θέλει. Προσωπικά, εκλαμβάνω το αποστελλόμενο μήνυμα ως κάλεσμα να απολαύσουμε την κάθε στιγμή όσο περισσότερο μπορούμε, αφού λίγο αργότερα (ένα τέταρτο, ένα χρόνο, έναν αιώνα, το πότε, δεν το γνωρίζουμε) η στιγμή μας αυτή μπορεί να αποδειχτεί ότι ήταν η τελευταία, και στην καλύτερη ίσως περίπτωση, θα γίνει τραγούδι στα χείλη αγαπημένων μας, μάλλον άχρηστο σε εμάς εκεί που θα είμαστε!

Δεν υπάρχουν σχόλια: