Κυριακή 18 Δεκεμβρίου 2016

Ένα ποίημα μου χτυπάει το τζάμι



Κι εκεί που είχα αφεθεί στη θαλπωρή της ησυχίας, ένα μικρό ποίημα μου χτύπησε το τζάμι. Και μετά, κι άλλο. Κι ένα ακόμη. Σαν πουλιά έξω στο κρύο που αναζητούσαν μια θέση στη ζέστη. Μέσα. Δε μπορούσα να φανταστώ πόσες ανάσες κρύβονταν στην ανύποπτη καθημερινότητα που διεκδικούσαν την αναπνοή. Μπήκα στον πειρασμό να αφήσω την πέννα και το χαρτί που σημείωνα και να κλείσω το παράθυρο για να μην τους επιτρέψω να εισβάλλουν και να ανατρέψουν τον εφησυχασμό μου. “Γράψε τα ποιήματα για να ησυχάσεις” μου ψιθύρισε ο πιερότος που τόσον καιρό στεκόταν ακίνητος μπροστά μου και με κοιτούσε ξέπνοα χωρίς ποτέ να πάρει θέση στη ζωή μου. Τόσο λιγότερες λέξεις απαιτούνται για την ποίηση, αλλά πόσο δυσκολότερα δέχονται να αποκαλυφθούν για να γίνουν πειθήνια όργανα του επίδοξου ποιητή. Κοίταξα με αυστηρότητα το χειρόγραφο ημι-τσαλακωμένο χαρτί, αλλά δεν το πέταξα. Θυμήθηκα τον ήρωα μιας παλαιότερης ιστορίας μου που έλεγε σε ένα νεαρό που ήθελε να γίνει  συγγραφέας να γράφει τις γραμμές του και να τις πετάει στην αμμουδιά για να τις βρει κάποιος (άλλος ή ο ίδιος, αυτό δεν το διευκρίνισε) και να συνεχίσει το κείμενο κάποια στιγμή στο απώτερο, αδιευκρίνιστο μέλλον.
 

Δεν υπάρχουν σχόλια: