Τετάρτη 29 Αυγούστου 2012

Πύργοι στην άμμο

-       Σε βλέπω να διστάζεις… τί συμβαίνει, με φοβάσαι;

Ο Συγγραφέας κοίταξε ενοχλημένος προς τη μεριά του ηλικιωμένου. Γιατί ορισμένοι έχουν την εντύπωση ότι οι άνθρωποι του πνεύματος φοβούνται με το παραμικρό;

-       Ασφαλώς και δε σε φοβάμαι, απλώς θέλω να σκεφτώ λίγο πριν σε ακολουθήσω. Στο κάτω-κάτω, είναι δυνατόν να ακολουθείς τον πρώτο τυχόντα που στο ζητάει;
-       Δεν είμαι ο πρώτος τυχών, ούτε η παρουσία μου εδώ είναι συμπτωματική. Κατά βάθος, εσύ μου ζήτησες να έρθω… υπάρχει κάτι που πρέπει να σου δείξω, κάτι που σε ενδιαφέρει πολύ, πίστεψέ με! Και η στιγμή να το δεις, είναι τώρα!

Ο Συγγραφέας ξανακοίταξε τον άγνωστο της παραλίας. Υπήρχε κάτι παράξενο επάνω του, αυτός ο άνθρωπος μιλούσε αποπνέοντας σιγουριά και αξιοπρέπεια και μάλιστα χωρίς να κάνει συντακτικά λάθη (μια από τις μεγαλύτερες αρετές ενός ανθρώπου, σύμφωνα με τον Συγγραφέα!), αν και η εμφάνισή του θύμιζε έναν … καλοβαλμένο αλήτη, αυτή η περιγραφή ταίριαζε απόλυτα στον ηλικιωμένο άνδρα! Περήφανος για τον εαυτό του που κατάφερε να περιγράψει με τόσο μεγάλη ακρίβεια την εικόνα που του έδινε ο άγνωστος, ο Συγγραφέας σήκωσε το κεφάλι προς τον Ουρανό, σαν κίνηση ευγνωμοσύνης προς τον Δημιουργό: τελικά οι άνθρωποι που είναι προικισμένοι με το χάρισμα του εκφράζεσθαι, ξεκινούν τη ζωή με ένα συγκριτικό πλεονέκτημα, έτσι αισθάνθηκε ο Συγγραφέας.

Κοίταξε γύρω του: η παραλία ήταν έρημη. Ποιος άλλος εξάλλου, εκτός από έναν συγγραφέα στη δύση του της καριέρας (και της ζωής του;) θα είχε την όρεξη εκείνο το φθινοπωρινό βράδυ να αφήσει την ασφάλεια και τη ζεστασιά του σπιτιού του για να κάνει έναν απογευματικό περίπατο σε μια έρημη παραλία;

Η ώρα του απολογισμού πλησίαζε, ίσως είχε κιόλας φθάσει. Έφερε στο μυαλό του την τελευταία βιβλικριτική όπου, ούτε λίγο ούτε πολύ, ο περισπούδαστος κριτικός τον καλούσε να αποσυρθεί με αξιοπρέπεια για να περισώσει ό,τι μπορούσε από το «όχι ιδιαίτερα σπουδαίο έργο του, που πάντως σε καμία περίπτωση δεν άξιξε την διαπόμπευση που είχε υποστεί τον τελευταίο καιρό».

«Η ζωή μου ένα μάτσο σελίδες και βιβλία που δεν χρειάζεται πλέον ο κόσμος ούτε για προσάναμα στο τζάκι». Γινόταν πολύ σκληρός με τον εαυτό του, αλλά πώς αλλοιώς θα μπορούσε  να τον ωθήσει ν’ ανοίξει τ’ αυτιά και τα μάτια του στα κελεύσματα της εποχής;

Σήκωσε το βλέμμα του στον ηλικιωμένο που, υπομονετικά, τον περίμενε να ταξινομήσει τις σκέψεις του.

-       Τί θα μπορούσε, λοιπόν, να είναι αυτό με ενδιαφέρει τόσο πολύ;
-       Εσύ ξέρεις καλύτερα από οποιονδήποτε άλλον τί σε ενδιαφέρει αυτήν τη στιγμή, ακόμα κι αν δεν αφήνεις τον εαυτό σου να το παραδεχτεί. Έχει έρθει η ώρα να κοιτάξεις τί αφήνεις πίσω σου, δε νομίζεις;

Τα λόγια του ηλικιωμένου άνδρα απέπνεαν την απαισιοδοξία που είναι έμφυτη σε κάθε λογής αποχαιρετισμό. Ο άνδρας είδε το σκοτεινό ύφος που έφεραν στο πρόσωπο του Συγγραφέα τα λόγια του και προσπάθησε να απαλύνει τις εντυπώσεις:

-       Το έργο σου, όπως και το έργο κάθε ανθρώπου, δεν μπορεί κανείς να το απαξιώσει. Μόνο ίσως ο ίδιος του ο εαυτός. Με κάλεσες...ναι, ναι, μη δείχνεις έκπληκτος, με κάλεσες και ανταποκρίθηκα σε αυτό το κάλεσμα. Θα σε οδηγήσω εκεί που θέλεις να πας αυτήν την ώρα... ακολούθησέ με...

Μια αόρατη αίσθηση του σκοπού έσπρωξε τον Συγγραφέα να ακολουθήσει με εμπιστοσύνη τον ηλικιωμένο. Κι αυτός, με απόλυτη συναίσθηση του καθήκοντός του, ξεκίνησε με αποφασιστικά βήματα την πορεία του. Σίγουρος ότι ο Συγγραφέας τον ακολουθούσε, δε γύρισε ούτε για μια στιγμή να επιβεβαιώσει το γεγονός. Ίσως άκουγε την βαθιά αναπνοή του μέσα στο σκοτάδι που είχε αρχίσει να πέφτει. Ίσως απλά να ήξερε...

Προχωρούσαν αρκετή ώρα πλησιάζοντας προς την άκρη της παραλίας. Ο Συγγραφέας είχε πάψει να φοράει ρολόι τα τελευταία χρόνια, ώστε να απελευθερωθεί από την έννοια του χρόνου που του προκαλούσε άγχος. Έτσι, η μόνη χρονική διάσταση που έδινε στο διάστημα της πορείας τους ήταν ότι επρόκειτο για «αρκετή ώρα». Αυτό του έφθανε. 

-        Εδώ είμαστε, φτάσαμε, είπε ο ηλικιωμένος, δείχνοντάς του ένα λόφο άμμου που ο Συγγραφέας δεν είχε προσέξει ποτέ, αν και είχε βρεθεί σε αυτό το μέρος αρκετές φορές. Εδώ βρίσκεται το έργο σου, ταξινομημένο χρονολογικά.

Με την αμφισβήτηση να ξεχειλίζει, ο Συγγραφέας προχώρησε προς το σημείο που του έδειχνε ο ηλικιωμένος: μικρές, ανάγλυφες απροσδιόριστες μορφές ήταν σκαλισμένες πάνω στην άμμο. Σε όλα τα μεγέθη, σε όλα τα σχήματα, πάνω στην άμμο είχε στηθεί ένα μικρό καλλιτέχνημα που -τί παράξενο!- δημιουργούσε στον Συγγραφέα ένα αίσθημα μεγάλης οικειότητας. Δεν καταλάβαινε τί ακριβώς συμβόλιζε το κάθε τμήμα του έργου, αλλά αισθανόταν ότι τον αφορούσε πολύ αυτό που έβλεπε μπροστά στα μάτια του.

-       Να, εδώ είναι τα πρώτα σου μυθιστορήματα… βλέπεις, μέχρι και οι εκθέσεις στο σχολείο! Πρωτόγονα κάπως, αλλά μέσα τους κρυβόταν μια δύναμη. Δεν την είχες καταλάβει τότε αυτήν τη δύναμη…. Ίσως ποτέ σου δεν την κατάλαβες και ποτέ δεν  της άνοιξες το παράθυρο στο φως!

Ο Συγγραφέας κοιτούσε άφωνος αυτά που του έδειχνε ο ηλικιωμένος.

-       Κι εδώ, βλέπεις εδώ; Το πρώτο σου βιβλίο! Μπορεί να μην πούλησε, αλλά άφησες υποσχέσεις με αυτό το βιβλίο. Και μετά, βλέπεις εκεί δεξιά, τα επόμενα βιβλία σου, είδες πόσο τακτοποιημένα είναι; Ίσως επειδή ήταν αποτέλεσμα συμβιβασμών που έκανες για να γίνεις αποδεκτός. Ξέρεις, όταν κοιτάς το έργο σου σε μια τέτοια μορφή, δε μπορείς πια να κρύψεις τίποτα από τον εαυτό σου. Μπορείς πολύ καθαρά να διακρίνεις ποια από τα έργα σου είχαν ποιότητα, ποια ήταν αγνά…να βλέπεις, υπάρχουν μερικά που ξεχωρίζουν ανάμεσα στα άλλα. Κι εδώ… α, αυτή είναι μια περίοδος του έργου σου για την οποία δεν πρέπει να είσαι καθόλου υπερήφανος: αυτή η σειρά των «έγχρωμων» βιβλίων –μην με κοιτάς έτσι, δε με ενδιαφέρει αν έγινε για βιοποριστικούς λόγους, εσύ πάντως τα υπέγραψες αυτά τα διηγήματα και να τώρα τα αποτελέσματα! Είχες κάνει μια πορεία μέχρι τότε, μικρή, μεγάλη, δεν έχει σημασία και με αυτά τα βιβλία τα γκρέμισες όλα! Δε νομίζω ότι συγχώρησες ποτέ τον εαυτό σου γι αυτό, έτσι δεν είναι;

Ο Συγγραφέας συνοφρυώθηκε: τί την ήθελε αυτή την ενοχλητική ανάμνηση, αυτά τα βιβλία δεν υπήρχαν καν στη βιβλιοθήκη του. Κάποιος άλλος τα είχε γράψει με το χέρι του, χρησιμοποιώντας το όνομά του.

-       Και να, η χρυσή αναλαμπή της πορείας σου στα γράμματα! Η επαναφορά σου στην πνευματική ζωή του τόπου, έστω κι αν δεν ήταν παρά μια τελευταία αναλαμπή! Βλέπεις αυτόν τον μικρό πύργο στο λόφο; Αυτός αντιπροσωπεύει τη σειρά των άρθρων σου σε εκείνο τα λογοτεχνικό περιοδικό, τον «Αντίποδα». Πολύ καλή δουλειά…

Φτάνοντας προς το τέλος της παρέλασης ανάμεσα στα δημιουργήματα του Συγγραφέα στην απεικόνιση του έργου του πάνω στην άμμο, ο ηλικιωμένος ξεναγός χαμήλωσε το βλέμμα του καταλαβαίνοντας ότι το τέλος πλησίαζε:

-       Και με αυτό που βλέπεις, του είπε, δείχνοντάς του ένα μικρό λοφάκι άμμου χωρίς συγκεκριμένο σχήμα, τελειώνει το ταξίδι μας στο έργο σου.
-       Μα αυτό … πάλλεται! Είναι δυνατόν; Είναι σα να είναι….ζωντανό!
-       Μα, είναι ζωντανό! Είναι η τελευταία σου ιστορία, μια ιστορία που δεν έχει τελειώσει ακόμα, ένα κεφάλαιο που συμβαίνει τώρα…

Εκείνη την ώρα ένας άνεμος σηκώθηκε που άρχισε να παρασύρει το δημιούργημα πάνω στην άμμο. Το σκοτάδι είχε αρχίσει να καλύπτει την παραλία.

Με έναν προστατευτικό τρόπο, σαν μητέρα-πελαργός που προστατεύει τα μικρά της όταν η φωλιά τους βρίσκεται κάτω από επίθεση, ο Συγγραφέας προσπάθησε να προστατεύσει τους μικρούς πύργους του πάνω στην άμμο… μάταια.

-       Βοήθησέ με! Γκρεμίζονται δεν τα βλέπεις. Ο κόπος μιας ζωής πηγαίνει χαμένος, όλα μου τα δημιουργήματα χάνονται, τίποτα δε θα μείνει!
-       Δε χάνονται, του είπε με μια αφοπλιστική ηρεμία ο ηλικιωμένος. Αποσυντίθενται, αλλά δε χάνονται.
-       Μα δε βλέπεις ότι οι πύργοι μου γκρεμίζονται και γίνονται άμμος που την παρασύρει ο αέρας και την πηγαίνει μακριά;
-       Την πηγαίνει μακριά, αλλά δε θα πάει χαμένη. Θα βρεθεί σε κάποια άλλη παραλία, κάποιος άλλος θα χτίσει τους δικούς του πύργους με αυτήν την άμμο….

Το σκοτάδι κάλυψε την παραλία, όσο οι τελευταίοι κόκκοι άμμου πετούσαν στον ουρανό ταξιδεύοντας για μια άλλη παραλία.

Δεν υπάρχουν σχόλια: